ξυλάλευρο(ν)

ξυλάλευρο(ν)
το древесная масса

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξυλάλευρο(ν)" в других словарях:

  • ξυλάλευρο — το χημ. προϊόν λεπτότατου διαμερισμού τού ξύλου, λεπτή σκόνη ξύλου που παράγεται με άλεση ή συντριβή απορριμμάτων τής ξυλείας. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξένου όρου, πρβλ. γαλλ. farine de bois] …   Dictionary of Greek

  • κονιοδυναμίτιδα — η εκρηκτική ύλη αποτελούμενη από νιτρογλυκερίνη, νιτρικό αμμώνιο και ξυλάλευρο ή ξυλάνθρακα …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • λινόλεουμ — Βιομηχανικό προϊόν που χρησιμοποιείται ευρύτατα για πατώματα και επενδύσεις. Το επινόησε και το παρασκεύασε για πρώτη φορά ο Άγγλος Φρέντερικ Γουόλτον το 1863. Το λ. αποτελείται κυρίως από λινέλαιο αναμεμειγμένο με ρητίνες και ειδικότερα με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»